- χαρακώματος
- χαράκωμαpalisaded enclosureneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάχωμα — το (ΑΝ) σωρός χωμάτων που χρησιμεύει ως προκάλυμμα χαρακώματος αρχ. φόρος για τη συντήρηση τών διαχωμάτων … Dictionary of Greek
περιχαράκωση — η, Ν 1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση 2. αποτελεσματική προστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός … Dictionary of Greek
ταχύσκαπτο — το, Ν στρ. 1. όρυγμα ή χαράκωμα το οποίο σκάβουν οι στρατιώτες σε μικρό χρονικό διάστημα 2. καταφύγιο με μορφή ρηχού χαρακώματος το οποίο δημιουργείται σε μικρό χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται για την κάλυψη τού στρατιωτικού προσωπικού κατά… … Dictionary of Greek
χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… … Dictionary of Greek
χαρακοβολία — ἡ, Α [χαρακοβόλος] κατασκευή χαρακώματος … Dictionary of Greek
χαρακοποιΐα — ἡ, Α [χαρακοποιοῡμαι] κατασκευή χαρακώματος, ιδίως για την οχύρωση στρατοπέδου … Dictionary of Greek
χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως … Dictionary of Greek